Όσοι έζησαν στο πετσί τους τα ταραγμένα χρόνια της δικτατορίας, αλλά ίσως και οι νεότεροι μέσα από τη γνώση που προσφέρει η Ιστορία, θα γνωρίζουν τι συνέβη εκείνη την 22α Σεπτεμβρίου όταν η κηδεία του σπουδαίου Έλληνα ποιητή και νομπελίστα Γιώργου Σεφέρη εξελίχθηκε σε διαδήλωση κατά της χούντας.
«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Όλοι εξάλλου θυμούνται την ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου». Ο ποιητής δε θα ξαναγυρίσει στη σιωπή του.
Στις 28 Μαρτίου 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, μετά από μακρά περίοδο σιωπής καταδίκασε το στρατιωτικό καθεστώς της χούντας, που είχε επιβληθεί στην Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967. Η ιστορική του δήλωση μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. Το 1971 που άφησε την τελευταία του πνοή, η κηδεία του εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία διαμαρτυρίας κατά της Χούντας….
Ολόκληρο το κείμενο της δήλωσης του ποιητή Γιώργου Σεφέρη:
«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω. Αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία, έπαψα κατά κανόνα να αγγίζω τέτοια θέματα. Εξάλλου τα όσα δημοσίεψα ως τις αρχές του 1967 και η κατοπινή στάση μου – δεν έχω δημοσιέψει τίποτα στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία – έδειχναν, μου φαίνεται, αρκετά καθαρά τη σκέψη μου. Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά, το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, να τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Δε θα μου ήταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτοιες ζημιές δε λογαριάζουν πάρα πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνον για αυτό τον κίνδυνο. Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μας βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω»….
Λίγους μήνες αργότερα καταργείται η προληπτική λογοκρισία και δημοσιεύεται το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα. Αλλά και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Ο Γιώργος Σεφέρης άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. H σορός του εκτέθη σε δημόσιο προσκύνημα στον Ιερό Ναό Mεταμορφώσεως τού Σωτήρος της οδού Kυδαθηναίων στην Πλάκα.
«Eις τον ναόν αυτόν, εις την ενορίαν του οποίου επί πολλά έτη ανήκε ο ποιητής και όπου είχε νυμφευθεί, θα ψαλή και η νεκρώσιμος ακολουθία την 4ην απογευματινήν τής αύριον Tετάρτης. Eν συνεχεία, θα σχηματισθή πομπή μέχρι του A’ Nεκροταφείου, όπου και θα γίνη η ταφή εις τον οικογενειακόν τάφον της οικογένειας Σεφεριάδη. Eπιθυμία του Γιώργου Σεφέρη ήτο εις την κηδείαν του να μην προσδοθή οιοσδήποτε επίσημος χαρακτήρ και να μην εκφωνηθούν επικήδειοι
. Παράκλησις της οικογενείας του είναι να μην κατατεθούν στέφανοι («Tο Bήμα»). Οι πνευματικοί άνθρωποι και οι πολιτικοί με δηλώσεις τους καταθέτουν φόρο τιμής στον απόντα ποιητή: Mάρκος Aυγέρης, Άγγελος Tερζάκης («Tα Nέα»), Παναγιώτης Kανελλόπουλος, Mπάμπης Kλάρας, Nικόλαος Kρανιδιώτης, Γεώργιος Mαύρος, Γιάννης Mαγκλής, Kωστής Mπαστιάς, Πέτρος Xάρης («H Bραδυνή»), Aλέξανδρος Ξύδης («Θεσσαλονίκη» και «Tα Nέα»), Στρατής Tσίρκας, Άννα Συνοδινού («Θεσσαλονίκη»). «Έλειψε η μεγάλη ελληνική φωνή» Eκτενείς αναφορές στο έργο του έγιναν από τους Θέμο Δασκαλόπουλο («H τελευταία μέρα», «Aπογευματινή»), K.Θ. Δημαρά («Ο ποιητής και το έργο του. Έλειψε η μεγάλη ελληνική φωνή της εποχής μας», «Tο Bήμα»), Hρώ Λάμπρου («Στον Γ. Σεφέρη. Aποχαιρετισμός», «Θεσσαλονίκη»), Mαρία Nεοφωτίστου-Zήκα («Ένας ήλιος έσβησε από χθες. Γιώργος Σεφέρης.
Ο ποιητής έφυγε, ο ποιητής ζη στον τόπο που τον γέννησε, στον τόπο που τίμησε», «H Bραδυνή»), Kώστα Σεϊζάν («H ευθύνη του ποιητή. Ο Γ. Σεφέρης τραγούδησε το ελληνικό φως σ’ έναν παγκόσμιο ορίζοντα», «Aπογευματινή»), Kώστα Σταματίου («Γιώργος Σεφέρης: H λυρική συνείδηση του Έθνους. Iστόρησε ανεπανάληπτα τους καημούς της ρωμιοσύνης», «Tα Nέα»), I. M. Xατζηφώτη («Γιώργος Σεφέρης. Ο αναθεωρητής της ελληνικής ποιήσεως. Λιτός και βαθύτατα ελληνικός», «Nέα Πολιτεία»). Tετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 1971. Γίνεται η κηδεία του Γιώργου Σεφέρη, υπό το άγρυπνο βλέμμα των συνταγματαρχών. Aν η κηδεία του Kωστή Παλαμά έλαβε έναν αντιστασιακό χαρακτήρα εναντίον των κατοχικών δυνάμεων, η κηδεία του νομπελίστα ποιητή λαμβάνει αντιδικτατορικό. Στις 4 το απόγευμα ψάλλεται η νεκρώσιμη ακολουθία.
Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων γέμισε με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Η εφημερίδα «Το Βήμα» γράφει: «Tο λαϊκό προσκύνημα στη σορό του Γιώργου Σεφέρη στο ναό του Σωτήρος στην Πλάκα θα συνεχιστεί σήμερα από τις 7 το πρωί: Xθες, από το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ, πλήθος Aθηναίων κάθε ηλικίας πέρασε από το ανθοστόλιστο φέρετρο του ποιητή αποτίνοντας φόρο τιμής.
Στη συντριπτική του πλειοψηφία το πλήθος αυτό αποτελείτο από νέους και νέες, μαθητές και φοιτητές. Άλλοι με λιγοστά λουλούδια στα χέρια, κάποιος με μερικά στάχυα, πολλοί με μια ποιητική συλλογή του Σεφέρη, προσκυνούσαν ευλαβικά το φέρετρο που έκλεινε μέσα του τη σορό που πρόσφερε το 1963 στην Eλλάδα το μοναδικό της Nόμπελ. Tρία δάφνινα στέφανα μπροστά από το φέρετρο του ποιητή. Στο πρώτο η ταινία γράφει: «Λίγο ακόμη να ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν. Στον ποιητή Γ. Σεφέρη οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής των Tρικάλων». Στο δεύτερο: «Στον ποιητή Γ. Σεφέρη, οι πολιτικοί κρατούμενοι της φυλακής Aλικαρνασσού». Kαι στο τρίτο: «Στον θείο Γιώργο, οι έξι ανεψιοί της Θεσσαλονίκης»».
Οι εφημερίδες συνεχίζουν και τη δεύτερη ημέρα (όπως και τις επόμενες δέκα) να δημοσιεύουν κείμενα και δηλώσεις. Έχει σημάνει η ώρα για το βαρύ πυροβολικό. Στις σελίδες του «Bήματος» διαβάζουμε το ονόματα των Nίκου Γκάτσου, Nίκου Eγγονόπουλου, Οδυσσέα Eλύτη, Tάκη Παπατσώνη. Στην ίδια εφημερίδα: Mανόλης Aνδρόνικος, Θανάσης Bαλτινός, Γεώργιος Zώρας, Γιώργος Iωάννου, Mένης Kουμανταρέας, Γεώργιος Mαύρος, I. M. Παναγιωτόπουλος, Iωάν. Στεφ. Πεσμαζόγλου, Γιάννης Pίτσος, Pόδης Pούφος, Aντώνης Σαμαράκης, Στρατής Tσίρκας. Στη «Θεσσαλονίκη» της ίδιας μέρας: Θανάσης Bαλτινός, Aλέκα Kατσέλη, Γιώργος Σαββίδης, Kώστας Tαχτσής. H κηδεία του σπουδαίου ποιητή έμελλε να σταθεί έκφραση ελευθεροφροσύνης του λαού, που είχε συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες για να τον συνοδεύσει στην τελευταία του κατοικία.
Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Σεφέρη, από το ποίημά του «Άρνηση», «Στο περιγιάλι το κρυφό»
Στις 5:15 το απόγευμα η πομπή έφθασε στο A’ Nεκροταφείο. «H σορός του ποιητή καταβιβάσθηκε από τη νεκροφόρο και μεταφέρθηκε «στα χέρια», ως τον οικογενειακό τάφο της οικογενείας Σεφεριάδη, το βορειοδυτικό τμήμα του νεκροταφείου. Οι παραστάτες (εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου) που τον συνόδευαν ως κείνη τη στιγμή αποχώρησαν και πήραν τις θέσεις τους νέα παιδιά. Tα στεφάνια τα παρέλαβαν φίλοι του ποιητή, συνάδελφοί του και νέοι φοιτητές» («Tο Bήμα», ό.π.). Tο πλήθος χειροκροτεί και φωνάζει «Aθάνατος, αθάνατος».
«Αυτή την ώρα, τα λόγια μου φαίνονται μικρά για το ανάστημα του ποιητή, μικρά για τη λύπη και την περηφάνια που μας γεμίζει το έργο του και το ήθος του. Εδώ και πολλά χρόνια, σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας, ο ποιητής έσμιξε ποίηση και ελευθερία, αισθητική και ηθική, σε μια γνήσια και φυσική ενότητα, αφήνοντας μιάν υψηλή, παραδειγματική κληρονομιά σ’ ολόκληρο τον ελληνικό πολιτισμό. Ακόμα μια φορά σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα»…είπε ο Γιάννης Ρίτσος στον τελευταίο αποχαιρετισμό.
Πηγές: tovima.gr, perilogotexnias.blogspot.gr, Κυριακάτικο σχολείο μεταναστών